07 Φεβρουαρίου 2013

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης





Μία από τίς κορυφαίες μορφές του Ελληνισμού διαχρονικά, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, είναι χωρίς αμφιβολία ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο θρυλικός Γέρος του Μωρία, όπως τον ονόμασε ή λαϊκή φωνή.
Όταν ή μακαρίτισσα ή Σοφία Βέμπο τραγουδούσε: «Γεια καί χαρά σας, Μωραΐτες αδελφοί, πού αν μάνα δεν σας γέννα, οϋτ’ “Αγια Λαύρα θάχαμε, ούτε Εικοσιένα», λίγο σκανδαλιζόμουνα.
Αμάν, πια, πάλι με τους Μωραΐτες! Νισάφι!
Μας έπρηξαν!
Οι υπόλοιποι Έλληνες, δηλαδή, δεν κάναμε τίποτα;
Ό σκανδαλισμός μου σταμάτησε όταν το βλέμμα μου στηλώθηκε στην πολυσέβαστη μορφή του Κολοκοτρώνη. – Μάλίστα εΐπα. “Αν τόπε για τον Κολοκοτρώνη, τότε δεν χωράει κουβέντα!
Έτσι είναι!… Συμφωνώ καί επαυξάνω!…



Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ό θρύλος, πού ό επιβλητικός ανδριάντας του πάνω στο περήφανο άλογο του υψώνεται μεγαλοπρεπής μπροστά στο κτήριο της Παληάς Βουλής των Ελλήνων, στο κέντρο της Αθήνας, με το χέρι να δείχνει δρόμο πορείας στους Έλληνες;
Ποιος είν’ αυτός ό ιερός μύθος, πού τ’ όνομα του αγιάζει αμέτρητους δρόμους σ’ ελληνικές πόλεις καί χωριά, πού ή φωτογραφία του στολίζει κάθε Εθνική γιορτή των Πανελλήνων;
Ποιος είν’ αυτός, πού τα Τουρκάκια, μέχρι τα βάθη της Ανατολίας, ακούγανε τ’ όνομα του καί πάθαιναν ακράτεια εντέρου καί τσίριζαν σαν λωλά:
Κολοκοτρώνα!… Κολοκοτρώνα!… κι έτρεχαν να κρυφτούν;

Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, Δευτέρα του Πάσχα, στη ρίζα ενός δένδρου, πάνω σ’ ένα απόκρημνο βουνό της Μεσσηνίας, ονομαζόμενο Ραμαβούνι.
Πατέρας του ήταν ό ηρωικός αρχηγός των αρματολών του Μωρία Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, ό φόβος και ό τρόμος των Τούρκων. Φονεύθηκε το 1780 στους Πύργους της Καστανιάς,μεταξύ Γυθείου καί Σπάρτης.
Ή μητέρα του, ή ηρωική καπετάνισσα, λεγόταν Ζαμπία, το γένος Κωτσάκη και σώθηκε μόνη αυτή από την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων στη μάχη των Πύργων πού έπεσε ό σύζυγος της.
Ντυμένη άντρίκια, με το σπαθί στο χέρι καί με το δεκάχρονο Θεόδωρο δίπλα της διέφυγε καί διέσωσε τον κατόπιν θρυλικό Αρχιστράτηγο γιο της.
Ανάδοχος του στο άγιο βάπτισμα ήταν ό Ρώσος ναύαρχος Θεόδωρος ‘Ορλώφ, ό οποίος του χάρισε το δικό του όνομα.
Μεγαλωμένος μέσα σε μια ατμόσφαιρα βαθειάς χριστιανικής πίστεως καί άμετρης φιλοπατρίας, έκλεισε ό μικρός Θοδωράκης από νωρίς στην καρδιά του την αγάπη για το Χριστό καί για την Ελλάδα, την οποία πονούσε να τη βλέπει σκλαβωμένη καί τα παιδιά της να τυραννοϋνται καί να βασανίζονται από τους Τούρκους.
Το ψαλτήρι, το κτωήχι, ό μηναϊος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού άνέγνωσα, μας πληροφορεί ό ίδιος. Αυτές ήταν οί πρώτες καί κύριες πηγές της γνώσεως του, οί όποιες άρδευσαν την ψυχή του με τα νάματα της ευσέβειας.
Γυμνάστηκε σωματικά από παιδί πολύ γερά καί είχε πόθο του να συνεχίσει το έργο του πατέρα του καί της ηρωικής οικογένειας των Κολοκοτρωναίων.
Τον προίκισε καί ό Θεός με εξαιρετική ευφυία, μυαλό – ξυράφι, τετραγωνική λογική, ισχυρή θέληση, διορατικότητα, γερό ένθυμικό, δύναμη σωματική και βροντερή φωνή επιβλητική, στεντόρεια, στοιχεία πού αναμφίβολα αναδεικνύουν τον Ηγέτη.
Παράλληλα, έκαλλιέργησε από παιδί στον εαυτό του κάθε αρετή; εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, ευθύτητα χαρακτήρας, υψηλό αίσθημα τιμής, παροιμιώδη άνιδιοτέλεια καί αφιλοκέρδεια, παραδειγματική άμνησικακία, τέτοια πού μόνο σε Συναξάρια συναντά κανείς, σεμνότητα, αξιοπρέπεια, μεγαλοψυχία, φιλαδελφία, αγνό πατριωτισμό.
Σπάνια βρίσκει κανείς τόσες αρετές συγκεντρωμένες σ’ ένα μονάχα πρόσωπο!
Δεκαπέντε χρονών παλληκαράκι ό Θοδωρής ανακηρύχθηκε από τα επιζώντα παλληκάρια τοϋ πατέρα του Καπετάνιος καί βγήκε στο κλαρί στα βουνά της Αρκαδίας.
Δεκαεφτά χρονών αναγνωρίστηκε αρματολός στην επαρχία του Λεονταρίου.
Είκοσι χρονών παντρεύτηκε την κόρη ενός προεστού της περιοχής, την Αικατερίνη Καρούσου, με την οποία απέκτησε τρεις γιους, τον Πάνο, τον Ιωάννη ή Γενναίο καί τον Κωνσταντίνο ή Κολίνο.
Επίσης δυο θυγατέρες, τη Γεωργίτσα, πού πέθανε μικρή, καί την Ελένη, την οποία στα 1820 πάντρεψε με τον Νικήτα, αδελφό του Παπαφλέσσα.
Όμως ό σκοπός της ζωής του ήταν ένας:
Να λευτερώσει την Πατρίδα! Γι’ αυτό τον βλέπουμε να πετιέται σαν αρχάγγελος από βουνοκορφή σε βουνοκορφή κι από λαγκαδιά σε ρέμα, από χωριό σε χωριό κι από πολιτεία σε πολιτεία να ξεσηκώνει τους Έλληνες, να τους ενθαρρύνει, να ειρηνεύει καί να συμφιλιώνει όσους τρωγόντουσαν μεταξύ τους από οικογενειακά μίση καί ανόητες εχθρότητες, καί να ετοιμάζει όλους με κάθε τρόπο για τον μεγάλο σηκωμό. Αφού τους μιλούσε με τη μεγάλη ρητορική άνεση πού του χάρισε ό Θεός, έκανε το σταυρό του καί τους έλεγε:
“Οσοι αγαπάτε την Πατρίδα, ελάτε κοντά μου!

Πήγε στα Εφτάνησα.
“Ορκίστηκε τον όρκο του Φιλικού στη Ζάκυνθο. Μπήκε στην υπηρεσία του Αγγλικού στρατού για να μάθει καί την επιστήμη του πολέμου, να ετοιμαστεί για το μεγάλο έργο πού είχε μπροστά του.
Έγινε Λοχαγός, κι αργότερα Ταγματάρχης.
Συνεργάστηκε με τους Ρώσους καί με τους Γάλλους.
Ήθελε να τον βοηθήσουν να πολεμήσει τον Τούρκο.
Κέρκυρα, Λευκάδα, Ζάκυνθος, Ιθάκη ήταν τόποι πού τους έμαθε τόσο καλά, όσο καί την Πελοπόννησο. Ετοίμαζε τους Έφτανησιώτες να έρθουν αρωγοί στον ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων. Πήγε καί στα Κύθηρα.
Διηγείται σχετικά ό ίδιος:
Μια φορά επήγα εις το πανηγύρι της Αγίας Μόνης. Αυτό το μοναστήρι ήταν μεγάλο καί έχαλάσθη εις την πρώτην Τουρκιά.
“Οταν έπέρασα ήτον μία μάνδρα χαλασμένη καί σκεπασμένη ή εκκλησιά με κλάδους δένδρων.
Τότε έταξα ότι:
Παναγιά μου, βοήθησε μας να έλευθερώσωμεν την Πατρίδα μας από τον τύραννο, καί να σε φκιάσω καθώς ήσουν πρώτα (1803).
Τον αξίωσε πράγματι καί έκαμε το τάμα του:
Με έβοήθησε, καί είς τον δεύτερον χρόνον της Επαναστάσεως μας έπλήρωσα το τάμα μου καί την έφκιασα. Στό μεγάλο κυνηγητό πού έκαμαν οι Τούρκοι στους κλέφτες της Πελοποννήσου όταν αντιλήφθηκαν ότι σε λίγο θα φούντωνε ό ξεσηκωμός, ό Κολοκοτρώνης απάντησε περνώντας ξανά στον Μωρία, επιτιθέμενος με ορμή κατά των Τούρκων, καίγοντας κι αφανίζοντας τα τουρκοχώρια περνώντας από μαχαίρι Τούρκους καί τουρκολάτρες.
Κι όταν πίά τα πράγματα έφτασαν στο ανθρωπίνως απροχώρητο για την ώρα, μπαρκάρησε, πήγε στ’ “Αγιον Όρος, όπου συναντήθηκε με τον Παπα-Βλαχάβα, τον Νικητάρα κι άλλους ονομαστούς οπλαρχηγούς καί συγκρότησαν έναν πειρατικό στόλο, με τον όποιο καταναυμαχοϋσαν τα τουρκικά πλοία στο ανατολικό Αιγαίο καί κούρσευαν τα τουρκικά παράλια, ώσπου νάρθει ή ώρα του γενικού ξεσηκωμού.

Ό Κολοκοτρώνης δεν είχε αυταπάτες, όσον αφορά στη βοήθεια των ξένων για την απελευθέρωση της Πατρίδος:
“Οταν είδα ότι εις τα συμβούλια της Βιέννας δεν έγινε κανένα καλό δι’ ημάς… είπα, να μην έχωμεν ελπίδα λυτρώσεως άλλη παρά από τον εαυτό μας καί από τον Ύφιστον, γράφει.
Έτσι, κάθε του σκέψη, κάθε του σχέδιο, κάθε του προσπάθεια καί ενέργεια, τα έναπέθετε πάντοτε στα χέρια του Θεού. Καί πίστευε απόλυτα καί διεκήρυσσε πώς:
Ό Θεός έδωσε την ύπογραψήν Του δια την έλευθερίαν της Ελλάδος. Δεν την παίρνει πίσω! Κατόπιν έμπαινε στον αγώνα χωρίς να λογαριάζει τίποτα.
Ή λέξη ηρωισμός είναι πολύ φτωχή για να χαρακτηρίσει τον τρόπο με τον όποιο έμάχετο.
Οι μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες καί νίκες του ιερού αγώνα στην Πελοπόννησο φέρουν ανάγλυφη την προσωπική σφραγίδα του Κολοκοτρώνη.
Τη σφραγίδα της φρόνησης, της σύνεσης, της στρατηγικής τέχνης, της ανδρείας, της πίστεως, της θυσίας καί της πολεμικής αρετής του: Καλαμάτα, Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια κσί ό Μωρίας ολόκληρος!…
Μετά την αποφασιστική μάχη του Βαλτετσίου, ό θεοσεβής Αρχιστράτηγος έκήρυξε νηστεία για να ευχαριστήσουν καί δοξολογήσουν τον Θεό. Όπως διηγείται ό ϊδιος: Δώδεκα – δεκατρείς Μαίου ήτον. Εικοσιτρεϊς ώρες έβάσταξε ό πόλεμος.
Έκείνην την ήμερα ήτον Παρασκευή καί έβαλα λόγον ότι:
Πρέπει να νηστεύσω-μεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας, καί να δοξάζεται αιώνας αιώνων έωσοϋ στέκει το έθνος, διατί αυτή ήταν ή ελευθερία της Πατρίδος(2).
Τί έχουν να πουν άραγε έπ’ αυτού όσοι, δεξιά κι αριστερά διοργανώνουν σουβλακομάζωξες καί ξεφαντώματα κοιλιοδουλείας καταμεσίς στη Μεγάλη Σαρακοστή, για να τιμήσουν τάχα μου την Επανάσταση του ’21; “Αν σηκωνόταν από τον τάφο του ό Γέρος του Μωρία, το λιγότερο πού θάκουγαν από το στόμα του θάταν κανένα:
Ντροπής όρέεε!!!…
Ντροπής!!!

Παρά τη μεγάλη του συμβολή στην απελευθέρωση της Ελλάδος, παρά την αρετή του καί την άνιδιοτέλειά του, ό Πατέρας αυτός του Γένους ήπιε άπ’ αυτούς πού λευτέρωσε πολλά πικρά ποτήρια.
Στή διάρκεια του αγώνα, κάποιοι Μανιάτες προσπάθησαν να τον σκοτώσουν μπαμπέσικα.
Σώθηκε.
Τους είχε κατόπιν του χεριού του.Κι όμως δεν εκδικήθηκε!
Ή απάντηση του ήταν: Εάν ό Θεός μ’έφύλαξε, τούς χαρίζω τήν ζωήν.Αργότερα είδε τον γιο του Πάνο, τον δοξασμένο ήρωα του Αγώνος να πέφτει νεκρός από ελληνική σφαίρα.
Στή διάρκεια εμφυλίων ταραχών, διαρκοϋντος του Αγώνος, φυλακίστηκε σ’ ένα Μοναστήρι στην Ύδρα. Αργότερα, στον καιρό της Όθωνικής Αντιβασιλείας συνελήφθη ξανά, φυλακίσθηκε καί μετά από μια παρωδία δίκης, κατά την οποία την τιμή του Γένους έσωσαν μόνο δύο τίμιοι δικαστές, ό Πολυζωίδης καί ό Τερτσέτης κηρύσσοντας τον αθώο, ό Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε, ό κορυφαίος αυτός ήρωας της φυλής καί Πατέρας της Ελληνικής Ελευθερίας, σε… θάνατο!
Ακούγοντας την καταδικαστική σε βάρος του απόφαση, ό μεγάλος Κολοκοτρώνης, σηκώθηκε ήρεμα, έκαμε αργά – αργά τον σταυρό του καί είπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου!Τίποτε άλλο! Κανένα σχόλιο! Έτοιμος να υποστεί καί τον θάνατο, ως πρόβατον επί σφαγήν, όπως ό Κύριος τον Όποιο πίστευε καί λάτρευε βαθύτατα.
Ευτυχώς ό Κύριος έφώτισε τον Όθωνα καί δεν επέτρεψε να συντελεσθεί το άνοσιούργημα, αλλά μετέτρεψε την ποινή του σεπτού ήρωα σε φυλάκιση, ώσπου, όταν ενηλικιώθηκε, του την χάρισε ολότελα καί τον αποκατέστησε πλήρως ηθικά καί στρατιωτικά στον βαθμό του Στρατηγού.
Μάλιστα τον διόρισε καί στην υψηλή καί έπίζηλη θέση του Συμβούλου της Επικρατείας.
Έτσι αποφεύχθηκε ένα έγκλημα, το όποιο θα έστιγμάτιζε το Γένος μας αιώνια.

Σεβαστός σε όλους ό Κολοκοτρώνης πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του τιμώμενος από όλους καί μάλιστα από τους βασιλείς Όθωνα καί Αμαλία.
Το ταπεινό σπίτι του στην Πλάκα ήταν πανελλήνιο προσκύνημα. Όλοι οι επίσημοι επισκέπτες του νεοσύστατου κράτους θεωρούσαν τιμή τους να τον επισκεφθούν. Σπουδαίοι καί σοφοί τον συμβουλεύονταν. Ή νεολαία τον λάτρευε.
Όποτε περπάταγε στους δρόμους της Αθήνας ό κόσμος μέριαζε, αποκαλύπτονταν κι έκανε εδαφιαίες υποκλίσεις. Περνά ό Γέρος του Μωρία!, έλεγαν με σεβασμό.
Καί πίσω του συνήθως ακολουθούσαν τιμητικά νέα παλληκάρια πού έψαλλαν πατριωτικά τραγούδια.

Κάποτε επισκέφθηκε το Γυμνάσιο των Αθηνών, το οποίο διηύθυνε ό μέγας εκείνος παιδαγωγός καί Δάσκαλος του Γένους, ό Γεώργιος Γεννάδιος.
Μίλησε στους νέους. Άπλα.
Μέσα από την καρδιά του, όπως συνήθιζε.
Τους είπε ανάμεσα στα άλλα σοφά καί αγιασμένα: ”Πρέπει να φυλάξετε την Πίστη σας, καί να την στερεώσετε, διότι, όταν έπιάσα-με τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως καί έπειτα υπέρ Πατρίδος!…
Πρίν άπ’ όλα να φυλάξετε στην ψυχή σας την Πίστη σας καί την Πατρίδα σας.
Εμείς, περισσότερο από τα ντουφέκια, με την Πίστη μας οτόν Χριστό καί την αγάπη μας στην Πατρίδα ελευθερώσαμε την Ελλάδα. Μείνετε πάντα καλοί Χριστιανοί καί κολοί Έλληνες. Έτσι ό Θεός θα οάς εύλογη, ή Ελλάδα, θα σας προοτατεύη καί όλα θα πάνε καλά στη ζωή σας…
Την νύχτα της 3ης προς την 4η Φεβρουάριου του 1843, επιστρέφονταςαπό μια γιορτή στα ανάκτορα για την επέτειο της άφίξεως του Όθωνα στην Ελλάδα, ό θρυλικός Γέρος του Μωρία,ό Δάσκαλος της πίστεως, της αρετής,του ήθους, της ανδρείας καί της λευτεριάς, προσβλήθηκε από αποπληξία κι αναχώρησε για την ουράνια Πατρίδα.
Το Γένος υποκλίνεται στη μνήμη του. 0ί Πανέλληνες τον θυμούμαστε.
Πρέπει να τον θυμούμαστε!

Ιδιαίτερα σήμερα,στις δύσκολες μέρες πού ζούμε καί πού οι αρετές πού μας δίδαξε σπανίζουν τόσο τραγικά.


Πηγή: http://national-pride.org